πλακάτ

πλακάτ
το
(λ. γερμ., άκλ.) πρόχειρη πινακίδα πάνω σε κοντάρι, που έχει κάποιο σύνθημα ή προσωπογραφία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλακάτ — το, Ν άκλ. πρόχειρα κατασκευασμένη επιγραφή με συνθήματα, κοινωνικά ή πολιτικά, τα οποία αναφέρονται σε διεκδικήσεις διαφόρων επαγγελματικών ή άλλων τάξεων, που αναγράφεται σε επίμηκες συνήθως ύφασμα ή χαρτί και υψώνεται σε ένα ή δύο κοντάρια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”